- τετραπλασιεπιδιμερής
- τετραπλασι-επι-δι-μερής, ές, 4 + 2/3 mal so groß (3 : (14)
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετραπλασιεπιδιμερής — ές, Α ο τέσσερεις και 2/3 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπιδιμερής] … Dictionary of Greek